- Σινώπη
- ηαρχαία πόλη και σημερινή στα παράλια του Εύξεινου πόντου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Σινώπη — an inhabitant thereof fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινώπῃ — Σινώπη an inhabitant thereof fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινώπη — I Νύμφη της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, κόρη του ποταμού Ασωπού, επώνυμη ηρωίδα της πόλης Σινώπης. Την άρπαξε ο Απόλλωνας και την οδήγησε στη Μικρά Ασία. Είχε μαζί της ένα γιο, το Σύρο, επώνυμο ήρωα των Σύρων. Μια άλλη εκδοχή θέλει τη Σ. κόρη… … Dictionary of Greek
Νέα Σινώπη — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.) στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας του νομού Πρεβέζης … Dictionary of Greek
Αλκουίλας — (Σινώπη 80 – περ. 149 μ.Χ.). Ισραηλίτης αρχιτέκτονας. Αρχικά ασπάστηκε τον χριστιανισμό και φαίνεται ότι έζησε για ένα διάστημα στην Αθήνα όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Ακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αΐλιο Αδριανό,… … Dictionary of Greek
Μαρκίων — (Σινώπη 85; – Ρώμη 160;). Ρωμαίος θεολόγος. Σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, όταν ο Μ. μετέβη στη Ρώμη (περ. το 140), μετέσχε αμέσως στη ζωή της τοπικής χριστιανικής κοινότητας. Διέθετε μεγάλη περιουσία και, όταν βαφτίστηκε χριστιανός, δώρισε στην… … Dictionary of Greek
Σινωπέων — Σινώπη an inhabitant thereof fem gen pl (epic ionic) Σινωπεύς an inhabitant thereof masc gen pl Σινωπέω̆ν , Σινωπεύς an inhabitant thereof masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινώπην — Σινώπη an inhabitant thereof fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σινώπης — Σινώπη an inhabitant thereof fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… … Dictionary of Greek